- προς-φθέγγομαι
προς-φθέγγομαι, dep. med., anreden, begrüßen, Eur. Or. 481 u. öfter. – Benennen, πάγον Κρόνου προςεφϑέγξατο, Pind. Ol. 11, 50; ἀγγεῖον ὃ μιᾷ κλήσει προςφϑεγγόμεϑα, Plat. Polit. 287 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-φθέγγομαι, dep. med., anreden, begrüßen, Eur. Or. 481 u. öfter. – Benennen, πάγον Κρόνου προςεφϑέγξατο, Pind. Ol. 11, 50; ἀγγεῖον ὃ μιᾷ κλήσει προςφϑεγγόμεϑα, Plat. Polit. 287 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιφθέγγομαι — Α (δωρ. τ.) προσφθέγγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + φθέγγομαι] … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek