- πρωτο-στάσιον
πρωτο-στάσιον, τό, = Vorigem, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτο-στάσιον, τό, = Vorigem, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek