- προς-χέω [2]
προς-χέω (s. χέω), dazu-, daran-, dabeigießen, Arist. u. Sp., pass. Luc. sacrif. 9. – Med. sich womit begießen, προςχεομένη καὶ καϑαρὴν ἑαυτὴν ποιήσασα, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-χέω (s. χέω), dazu-, daran-, dabeigießen, Arist. u. Sp., pass. Luc. sacrif. 9. – Med. sich womit begießen, προςχεομένη καὶ καϑαρὴν ἑαυτὴν ποιήσασα, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
ουροχόος — ο αυτός διά μέσου τού οποίου χύνονται ούρα («ουροχόο συρίγγιο» παθολογικός πόρος, από τον οποίο εξέρχονται ούρα ή προς το δέρμα ή προς ένα κοίλο όργανο, λ.χ. το παχύ έντερο, ή προς τον κόλπο τής γυναίκας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ούρα + χόος (< χέω). Η… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
κεχυμένος — κεχυμένος, η, ον (Α) βλ. χέω. επίρρ... κεχυμένως (Α) άφθονα, αφειδώς («πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλαντίῳ κεχυμένως», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παθ. παρακμ. κέχυμαι τού χέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
πλημοχόη — ἡ, Α αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά την τελευταία ημέρα τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς ἀνατολάς, τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμη… … Dictionary of Greek
χοή — η, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) σπονδή από μέλι, κρασί και νερό, η οποία γινόταν στον τάφο νεκρού προς τιμήν του («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θυσία που γινόταν προς τιμήν νεκρού 2. (γενικά) σπονδή («πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ… … Dictionary of Greek
χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… … Dictionary of Greek
ιοχέαιρα — (I) ἰοχέαιρα, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.) 2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιρα η Άρτεμις 3. αργότ. και επίθ. τής φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
νήχυτος — νήχυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει με αφθονία, που χύνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «νήχυτον ὕδωρ» β. «νήχυτος ἱδρώς») 2. (για νεαρούς βλαστούς) ο γεμάτος από χυμό, εύχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σε χυτος (< χέω), πρβλ. αμφί χυτος,… … Dictionary of Greek