προς-χώννῡμι [2]

προς-χώννῡμι [2]

προς-χώννῡμι (s. χώννυμι), zuschütten, bes. vom Wasser, anspülen, anschlämmen, Land neu ansetzen, Her. 2, 20; auch durch Erde, Schutt zudämmen, verschütten, 2, 99; dah. τὰς ἀνωμαλίας τῶν τόπων, Pol. 9, 41, 4. Vgl. προςχόω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”