- προς-ωφέλημα
προς-ωφέλημα, τό, Hülfe, Beistand, Eur. Med. 611.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ωφέλημα, τό, Hülfe, Beistand, Eur. Med. 611.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek