- πρωτο-φυής
πρωτο-φυής, ές, zuerst geworden, entstanden, Ap. Rh. 3, 851.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτο-φυής, ές, zuerst geworden, entstanden, Ap. Rh. 3, 851.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek