πρωτο-φανής

πρωτο-φανής

πρωτο-φανής, ές, zuerst erscheinend, zum ersten Male sichtbar, Sp.; im superl. πρωτοφανέστατος Theol. arithm. p. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • ισοφανής — ἰσοφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται όμοιος προς κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φανής (< φαίνομαι), πρβλ. δικαιο φανής, πρωτο φανής] …   Dictionary of Greek

  • κομψοφανής — κομψοφανής, ές (Α) αυτός που έχει κομψή εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. τού φαίνομαι), πρβλ. ευλογο φανής, πρωτο φανής] …   Dictionary of Greek

  • ολοφανής — ές 1. ολοφάνερος, πασιφανής 2. (για σύστημα φωτισμού) αυτός που εκπέμπει ομοιόμορφα όλες τις ακτίνες του προς μία ορισμένη κατεύθυνση. επίρρ... ολοφανώς (Μ ὁλοφανῶς) ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. πρωτο φανής] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοφανής — ές, ΜΑ αυτός που παρουσιάζει φαινομενική ταυτότητα με άλλον, αυτός που εμφανίζεται ως ίδιος με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. πρωτο φανής] …   Dictionary of Greek

  • υστεροφανής — ές, Α αυτός που φαίνεται ύστερα, μετά από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. πρωτο φανής] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοφανής — ές, Α (για τη Σελήνη κ.ά. ουράνια σώματα) αυτός που λάμπει με ξένο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. πρωτο φανής] …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”