- προς-αύω
προς-αύω, anzünden, anbrennen, προςαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προςαυράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αύω, anzünden, anbrennen, προςαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προςαυράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… … Dictionary of Greek
πύραυνος — ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Α μεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφού αρχ. 1. αυτός… … Dictionary of Greek