- προς-επι-φθέγγομαι
προς-επι-φθέγγομαι, dazu stimmen, von Vögeln, D. Cass. 72, 24; u. übh. = προςεπιλέγω, Pol. 10, 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-επι-φθέγγομαι, dazu stimmen, von Vögeln, D. Cass. 72, 24; u. übh. = προςεπιλέγω, Pol. 10, 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek