- προς-επι-ψεύδομαι
προς-επι-ψεύδομαι, noch dazu lügen, Heliod. 7, 2; Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-επι-ψεύδομαι, noch dazu lügen, Heliod. 7, 2; Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α … Dictionary of Greek