πολεμιστής

πολεμιστής

πολεμιστής, , Krieger, Kämpfer, Streiter; Hom. bes. in der Il.; verbunden αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ ϑαρσαλέον πολεμιστήν 5, 602; voc. πολεμιστά 16, 492; Pind. N. 4, 27 I. 4, 28; einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολεμιστής — warrior masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστής — ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, ίδος, Μ [πολεμίζω] αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής αρχ. φρ. «πολεμιστὴς ἵππος» i) πολεμικός ίππος ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων …   Dictionary of Greek

  • πολεμιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον πόλεμο, ο στρατιώτης, ο μαχητής: Παλιοί πολεμιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμισταῖς — πολεμιστής warrior masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμισταί — πολεμιστής warrior masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστοῦ — πολεμιστής warrior masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστᾷ — πολεμιστής warrior masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστῇ — πολεμιστής warrior masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστέα — πολεμιστής warrior masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήν — πολεμιστής warrior masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστῶν — πολεμιστής warrior masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”