- προς-κρεμάννῡμι
προς-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), anhängen, dranhängen, pass. anhangen, dranhangen, προςκρέμαται, Pol. 2, 10, 4. 16, 3, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), anhängen, dranhängen, pass. anhangen, dranhangen, προςκρέμαται, Pol. 2, 10, 4. 16, 3, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρεμών — ἀκρεμὼν ( όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων) μσν. (για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης) αρχ. 1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά 2. η άκρη τού κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι 3. (γενικότερα) το άκρο «κεράων ὰκρεμόνες… … Dictionary of Greek
κατακρεμάννυμι — (Α) κρεμώ από κάποιο μέρος προς τα κάτω («κάδ δ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek
παρακρεμάννυμι — Α κρεμώ προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek