προς-γράφω

προς-γράφω

προς-γράφω, hinzu-, dabeischreiben; Plat. Ep. III, 316 a; τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν, Dem. 23, 26, u. öfter; Ggstz von ἀπαλείφω, 46, 11; auch im med., μὴ προςγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακήν, 22, 71; Folgde; auch zuschreiben, zueignen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • ποιγράφω — Α (δωρ. τ.) προσγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποί, δωρ. τ. τού ποτί* «προς» + γράφω] …   Dictionary of Greek

  • ποτιγράφω — Α (δωρ. τ.) προσγράφω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + γράφω] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — έκλινα, κλίθηκα, κλιμένος 1. γέρνω, λυγίζω, πλαγιάζω: Μην κλίνεις τα γόνατα. 2. γράφω ή λέγω όλους τους τύπους κλιτού μέρους του λόγου: Κλίνε μου το ρήμα γράφω. 3. ρέπω, έχω τάση προς κάτι: Κλίνει προς το σοσιαλισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κιονηδόν — (Α) επίρρ. 1. σαν κίονας* 2. φρ. «γράφω κιονηδόν» γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον (τού κίων) + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ ηδόν, κλιμακ ηδόν] …   Dictionary of Greek

  • παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”