- προς-ευ-πορέω
προς-ευ-πορέω, noch dazu verschaffen, τινί τι, τοσαῠτα χρήματα ὑμῖν προςευπορηκώς, Dem. 36, 57; pass., τὰ χρήματα οὗτός ἐσϑ' ὁ νόμος ὁ ποι-ῶν προςευπορεῖσϑαι, 24, 97, wo Bekker προευπ. schreibt, daß das Geld herbeigeschafft werde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.