προς-εφ-άλλομαι

προς-εφ-άλλομαι

προς-εφ-άλλομαι, nach dazu darausspringen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • καταπάλλομαι — (AM) μσν. (για την καρδιά) έχω ισχυρό παλμό αρχ. πηδώ με ορμή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάλλομαι Με την αρχ. σημ. καταπάλλομαι αντί κατ εφ άλλομαι < κατ(α) + ἐπί + ἄλλομαι «πηδώ» με αφομοίωση τού ε σε α και ψίλωση, πιθ. κατ… …   Dictionary of Greek

  • εξάλλομαι — ἐξάλλομαι (Α) [άλλομαι] 1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς [λέων] βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. τινάζομαι από τη θέση μου 3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό 4. (για μέλος τού σώματος) εξαρθρώνομαι 5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα… …   Dictionary of Greek

  • εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… …   Dictionary of Greek

  • προαλής — ές, Α 1. αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, κεκλιμένος, επικλινής 2. πρόχειρος 3. απρόσεκτος, απερίσκεπτος 4. ισχυρογνώμων, αυθάδης 5. άφρων, ασυλλόγιστος 6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προαλέστερον πιο ορμητικά 7. φρ. «προαλὲς ὕδωρ» νερό που… …   Dictionary of Greek

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ανάλλομαι — ἀνάλλομαι (Α) πηδώ προς τα επάνω, αναπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἅλλομαι «πηδώ»] …   Dictionary of Greek

  • καθάλλομαι — (Α) 1. πηδώ κάτω («καθαλόμενος ἀπὸ τοῡ ἵππου», Ξεν.) 2. (για θύελλα) ορμώ προς τα κάτω, κατεβαίνω, ξεσπώ («ἥ τε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει», Ομ. Ιλ.) 3. ιατρ. έχω συστολές, συσπάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άλλομαι «πηδώ»] …   Dictionary of Greek

  • προάλλομαι — Α πηδώ προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνάλλομαι — Α 1. πηδώ μαζί με κάποιον 2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • υφάλλομαι — ΜΑ (αποθ.) μσν. πηδώ από κάτω προς τα πάνω αρχ. διαφεύγω («ὑφάλλομαι θάνατον», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἅλλομαι «πηδώ, αναπηδώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”