- προς-κύρωσις
προς-κύρωσις, ἡ, Bestätigung, Genehmigung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κύρωσις, ἡ, Bestätigung, Genehmigung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύρωση — Ο όρος στη γενική του σημασία υπονοεί τις συνέπειες μιας συμπεριφοράς αντίθετης προς το πρότυπο που επικρατεί κοινωνιολογικά και χρησιμοποιείται τόσο από την αρνητική όσο και από τη θετική πλευρά της, είτε δηλαδή ως τιμωρία είτε ως ανταμοιβή που… … Dictionary of Greek