- προς-κατα-λαλέω
προς-κατα-λαλέω, noch dazu durch Geschwätz übertäuben, niederschwatzen, Argum. Ar. Nubb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κατα-λαλέω, noch dazu durch Geschwätz übertäuben, niederschwatzen, Argum. Ar. Nubb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek