- προς-καυστικός
προς-καυστικός, ή, όν, der gern anbrennen läßt, Posidipp. bei Ath. XIV, 662 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-καυστικός, ή, όν, der gern anbrennen läßt, Posidipp. bei Ath. XIV, 662 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
πιπερώδης — ες, Ν 1. αυτός που περιέχει πολύ πιπέρι, πολύ κοφτερός 2. (γενικά) ο καυστικός ως προς τη γεύση 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πιπερώδη βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 15 περίπου γένη και 3.000 περίπου είδη ποωδών ή… … Dictionary of Greek