προς-κινδῡνεύω

προς-κινδῡνεύω

προς-κινδῡνεύω, noch dazu in Gefahr sein, sich hineinbegeben, D. Cass. fr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • κινδυνευτικός — κινδυνευτικός, ή, όν (Α) [κινδυνεύω] αυτός που τείνει προς τις επικίνδυνες ενέργειες, ο ριψοκίνδυνος …   Dictionary of Greek

  • σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”