- προς-εδρία
προς-εδρία, ἡ, = προςεδρεία, Eur. Or. 93. 304.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-εδρία, ἡ, = προςεδρεία, Eur. Or. 93. 304.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθεδρία — καθεδρία, ἡ (Μ) έδρα, κάθισμα, θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέδρα (πρβλ. και καθέδρ ιος, ιον) (< εδρος), πιθ. κατ αναλογίαν προς τα εδρία, πρβλ. προ εδρία < πρό εδρος] … Dictionary of Greek