- προς-εξ-ετάζω
προς-εξ-ετάζω, noch dazu, zugleich untersuchen, prüfen; Dem. 24, 69; προςεξήτασται, 21, 227; Luc. Tyrann. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-εξ-ετάζω, noch dazu, zugleich untersuchen, prüfen; Dem. 24, 69; προςεξήτασται, 21, 227; Luc. Tyrann. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσδιετάξατο — πρός , διά ἐτάζω examine aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πρόσ διατάσσω appoint aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιέταξε — πρός , διά ἐτάζω examine aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόσ διατάσσω appoint aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενέταξαν — πρός , ἐν ἐτάζω examine aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πρόσ ἐντάσσω insert aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενέταττεν — προσενέτασσεν , πρός , ἐν ἐτάζω examine aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόσ ἐντάσσω insert imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε … Dictionary of Greek
ετεός — ἐτεός, ή, όν (Α) 1. πραγματικός, αληθινός («εἰ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἠὲ καὶ οὐκί», Ομ. Ιλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεή η πραγματικότητα 3. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ἐτεῇ πράγματι, αληθινά 4. φρ. «εἰ ἐτεόν γε» αν πράγματι έτσι συμβαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek