- πρωτ-έγ-γραφος
πρωτ-έγ-γραφος, zuerst eingeschrieben (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτ-έγ-γραφος, zuerst eingeschrieben (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτόγραφος — η, ο / πρωτόγραφος, ον, ΝΜ αυτός που γράφηκε ή έχει γραφεί πρώτος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγραφο το πρωτότυπο ενός εγγράφου από το οποίο γίνονται αντίγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γραφος*] … Dictionary of Greek