- πρωϊόθεν
πρωϊόθεν, adv., = πρωΐϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωϊόθεν, adv., = πρωΐϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωϊόθεν — Α επίρρ. από το πρωί, πρώϊθεν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + συνδετικό φωνήεν ο + επιρρμ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek