- προς-καθ-ήκω
προς-καθ-ήκω, dazu herunterkommen, auch übh. = προςήκω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-καθ-ήκω, dazu herunterkommen, auch übh. = προςήκω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek