- προς-κλάω
προς-κλάω (s. κλάω), daran zerbrechen, εἰ προςκόψειέ τῳ, προςκεκλασμένος ἂν εἴη τὸ σκέλος, Xen. de re equ. 7, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κλάω (s. κλάω), daran zerbrechen, εἰ προςκόψειέ τῳ, προςκεκλασμένος ἂν εἴη τὸ σκέλος, Xen. de re equ. 7, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσανακεκλασμένας — προσανακεκλασμένᾱς , πρός , ἀνά κλάω cry perf part mp fem acc pl προσανακεκλασμένᾱς , πρός , ἀνά κλάω cry perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek