- προς-εθίζω
προς-εθίζω, Einen wozu gewöhnen, τινά τι, Xen. Cyr. 8, 1, 36 u. öfter, u. Sp.; – med., Luc. Dem. enc. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-εθίζω, Einen wozu gewöhnen, τινά τι, Xen. Cyr. 8, 1, 36 u. öfter, u. Sp.; – med., Luc. Dem. enc. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεθίζω — Α 1. εξασκώ κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων, προεγγυμνάζω* («πρὸς πάσας δυνάμεις καὶ τέχνας ἔστιν ἃ δεῑ προπαιδεύεσθαι καὶ προεθίζεσθαι πρὸς τὰς ἑκάστων ἐργασίας», Αριστοτ.) 2. εθίζω κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων 3. (αμτβ. με δοτ.) συνηθίζω 4.… … Dictionary of Greek