- προς-κάρδιος
προς-κάρδιος, dor. ποτικάρδιος, am Herzen, ἕλκος Bion. 1, 16, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κάρδιος, dor. ποτικάρδιος, am Herzen, ἕλκος Bion. 1, 16, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ποτικάρδιος — ον, Α (δωρ. τ.) ο προσκάρδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + καρδία (πρβλ. κατα κάρδιος)] … Dictionary of Greek