- προς-είκελος
προς-είκελος, dreier, auch zweier Endgn, ziemlich ähnlich, ziemlich gleich, c. dat., Her. 2, 12. 3, 110. 4, 61. 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-είκελος, dreier, auch zweier Endgn, ziemlich ähnlich, ziemlich gleich, c. dat., Her. 2, 12. 3, 110. 4, 61. 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek