συν-αγοράζω

συν-αγοράζω

συν-αγοράζω, zusammenkaufen; Arist. oec. 2, 9; D. Sic. 19, 91; perf. pass., Ath. I, 6 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνηγόραζον — σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορασμένος — σύν ἀγοράζω frequent the perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγόραζε — σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγόρασται — σύν ἀγοράζω frequent the perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνούμαι — έομαι, Α 1. αγοράζω πολλά προϊόντα μαζί 2. αγοράζω κάτι από κοινού με άλλον 3. βοηθώ κάποιον να αγοράσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠνοῦμαι «αγοράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”