σύ-σκιος

σύ-σκιος

σύ-σκιος, ganz umschattet, bedeckt; Xen. Cyn. 8, 4; ἄλσος, Orph.; δάφναι, Alciphr. 1, 39; τὸ σύσκιον, das Schattige, der Schatten, τοῦ ἄγνου, Plat. Phaedr. 230 b; Luc. Gymn. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σκίος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιός — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Sciaena umbra τής οικογένειας σκιαινίδες, συγγενικού με το μυλοκόπι και με τον κρανιό, που έχει εύγευστη σάρκα, αλλ. σικιός …   Dictionary of Greek

  • Σκίῳ — Σκίος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόσκιος — ο (Α ἑτερόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει σκιά προς το ίδιο πάντοτε μέρος (δηλ. μόνο προς το ένα μέρος) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑτερόσκιοι αυτοί που κατοικούν βόρεια ή νότια τὼν τροπικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ… …   Dictionary of Greek

  • εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… …   Dictionary of Greek

  • θεόσκιος — θεόσκιος, ον (Μ) αυτός που σκιάζεται προστατευτικά από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος, κατά σκιος] …   Dictionary of Greek

  • κατάσκιος — α ο (AM κατάσκιος, ον) αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιος αρχ. 1. αυτός που έχει παντού σκιά 2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός 3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. εν σκιος, υπό… …   Dictionary of Greek

  • μακρόσκιος — α, ο (AM μακρόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει μεγάλη σκιά αρχ. (για λαούς) αυτός που κατοικεί μακριά από τον ισημερινό, δηλαδή σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη και δέχεται τις ακτίνες τού Ηλίου πολύ πλαγίως («οἱ μέν εἰσιν ἄσκιοι, οἱ δὲ βραχύσκιοι, οἱ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσκιος — μεγαλόσκιος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σκιά (πρβλ. βαθύ σκιος, δολιχό σκιος)] …   Dictionary of Greek

  • ολόσκιος — α, ο (Α ὁλόσκιος, ον) πολύ σκιερός, ολόσκιωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μεγαλό σκιος] …   Dictionary of Greek

  • πάνσκιος — ον, Μ αυτός που σκιάζεται από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μακρό σκιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”