- πρό-ρινον
πρό-ρινον, τό, erkl. Hesych. τὸ μεταξὺ τῶν σαρκῶν καὶ τοῠ δέρματος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-ρινον, τό, erkl. Hesych. τὸ μεταξὺ τῶν σαρκῶν καὶ τοῠ δέρματος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόρινον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μεταξύ τῶν σαρκῶν καὶ τοῡ δέρματος». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῥινόν (τὸ) «δέρμα»] … Dictionary of Greek