- πρός-υλος
πρός-υλος, zur Materie gehörig, ihr anhangend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-υλος, zur Materie gehörig, ihr anhangend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
βρομύλος — ο βρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) ύλος, ενώ κατ άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
παχυλός — (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια … Dictionary of Greek