φράν

φράν

φράν, , dor. statt φρήν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φράν — ἡ, Α βλ. φρήν …   Dictionary of Greek

  • Φίντσγκαρ, Φραν Σαλέσκι — (FinzΦίντσγκαρ, Φραν Σαλέσκιgar, Ντόσλοβιτς 1871 – Λουμπλιάνα 1962). Σλοβένος συγγραφέας. Μετά από μερικά γραπτά με θέμα την αγροτική ζωή, έγραψε το μυθιστόρημα Στον σύγχρονο κόσμο (1904), που αναφέρεται στη ζωή των εργατών της καπιταλιστικής… …   Dictionary of Greek

  • Λέβστικ, Φραν — (Fran Levstik, Λουμπλιάνα 1831 – 1887). Σλοβένος συγγραφέας. Σπούδασε ιεροδιδάσκαλος και εργάστηκε ως δάσκαλος και βιβλιοθηκάριος. Στη χώρα του απέκτησε τη φήμη αξιόλογου λυρικού ποιητή για τους στίχους του –που ήταν σύμφωνοι με το πνεύμα των… …   Dictionary of Greek

  • Μίκλοσιτς, Φραν — (Franz Miklosic, Λούτενμπεργκ 1813 – Βιέννη 1891). Σλοβένος φιλόλογος, ο πρώτος σλαβιστής που ασχολήθηκε με όλες τις σλαβικές γλώσσες μελετώντας τις από κάθε πλευρά. Από το 1850 έως το 1886 διετέλεσε καθηγητής της σλαβικής φιλολογίας στο… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Καμόενς, Λουίς Βαζ ντε- — (Luis Vaz de Camoês Camoëns, Λισαβόνα 1524; – 1580). Πορτογάλος ποιητής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος των λουζιτανικών γραμμάτων και, υπό αυτή την έννοια, ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας. Οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Κ. δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • σεκάμ — Ονομασία συστήματος έγχρωμης τηλεόρασης, που συνδυάζεται με το σύστημα της ασπρόμαυρης και διαφέρει από τα άλλα συστήματα έγχρωμης τηλεόρασης στη διαδοχική μετάδοση δύο σημάτων διάφορων χρωμάτων, ενώ είναι συνεχής η μετάδοση του συστήματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”