- φρῡγανίτης
φρῡγανίτης, ὁ, fem. φρῡγανῖτις, = φρυγανικός, ὕλη Heliod. 9, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρῡγανίτης, ὁ, fem. φρῡγανῖτις, = φρυγανικός, ὕλη Heliod. 9, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυγανίτης — ό, θηλ. φρυγανῑτις, ίτιδος, Α κατάλληλος για καύση, καύσιμος («φρυγανίτιδα ὕλην», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
φρυγανίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. φρυγανίτης … Dictionary of Greek