φόβος

φόβος

φόβος, , Furcht, Schrecken, Besorgniß vor einem Uebel, mit dem Willen, sich diesem zu entziehen (φέβομαι); Flucht, nach Aristarch. bei Hom. nur in dieser Bdtg; Il. oft, Ggstz von ἀλκή, 13, 48, in der Od. nur einmal, 24, 57; φόβονδε ἵππους ἄγειν, zur Flucht, wie φόβονδε τρωπᾶσϑαι, φόβονδε ἀΐσσειν, Il. 8, 139. 15, 666. 17, 579; auch φόβονδε ἀγορεύειν, zur Flucht rathen, 5, 252; Her. 7, 10, 5; – Furcht: ἐν δαιμονίοισι φόβοις Pind. N. 9, 27, vgl. P. 5, 61. 9, 33; φόβου πλέα τις εἶ Aesch. Prom. 798, u. oft, wie die andern Tragg.; φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ Aesch. Pers. 115; φόβον βλέπων Spt. 480; φόβος μ' ἔχει Ag. 1216; auch φόβος μ' ἔχει φρένας Suppl. 374; ἀνέπταν φόβῳ Soph. Ant. 1292; ὡς μ' ὑπῆλϑέ τις φόβος Phil. 1215, vgl. El. 1001; Eur. oft; u. in Prosa: Ggstz ϑάῤῥος Plat. Legg. I, 647 b; Tim. 49 d; auch im plur. oft, z. B. οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῠνται Prot. 360 b; φόβον παρέχειν, ἐμβάλλειν τινί, Furcht einflößen, Xen. u. A. oft; φόβον ἀπελαύνειν, Furcht vertreiben, Xen. Cyr. 4, 2,10; φόβου ἀπαλλάττεσϑαι 5, 2,32; τῷ καϑ' ἑαυτὸν φόβῳ Dem. 19, 2; häufig φόβος ἐστί, μή, Xen Mem. 2, 1,15; – οἱ φόβοι, Furcht erregende Gegenstande, Xen. An. 4, 1,23; vgl. ἢν φόβους λέγῃ Soph. O. R. 917; μ εγάλους φόβους καὶ κινδύνους ἔτι ἁπαλαῖς ψυ χαῖς ἐπιβάλλουσα Plat. Theaet. 173 e; φόβος ἀπὸ τῶν πολεμίων Xen. Cyr. 3, 3,53, ἔκ τινος Aesch. Ch. 930; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρο υς φόβος, den die Griechen den Barbaren einflößen, Xen. An 1, 2,18; ὁ φόβος ὁ πρὸς ὑμᾶς Dem. 25, 93.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Φόβος — panic flight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβος — panic flight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …   Dictionary of Greek

  • φόβος — ο 1. το συναίσθημα του κινδύνου, συναίσθημα ανησυχίας εξαιτίας κινδύνου, δέος, τρόμος, τρομάρα, πανικός: Ο σεισμός προκαλεί φόβο. 2. ως κύρ. όν., Φόβος ο ένας από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη, αυτός που είναι και ο πιο κοντινός σ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φόβος πάνικος. — φόβος πάνικος. См. Паника …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • -φόβος — ΝΑ βλ. φοβία …   Dictionary of Greek

  • Φόβω — Φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual Φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβω — φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФОБОС —    • Φόβος,          см. Άρης, Арес …   Реальный словарь классических древностей

  • Φόβοι — Φόβος panic flight masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβοι — φόβος panic flight masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”