- φιλυρέα
φιλυρέα, ἡ, ein beerentragender Baum, eine Art Ligustrum, Diosc., auch φιλλυρέα geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλυρέα, ἡ, ein beerentragender Baum, eine Art Ligustrum, Diosc., auch φιλλυρέα geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλυρέα — φιλυρέᾱ , φιλυρέα mock privet fem nom/voc/acc dual φιλυρέᾱ , φιλυρέα mock privet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυρέα — και φιλλυρέα, η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες τής τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και… … Dictionary of Greek
φιλλυρέα — η, ΝΑ βοτ. βλ. φιλυρέα … Dictionary of Greek
φιλύκι — και φιλλύκι και φιλίκι και φελλύκι και φελύκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία δύο ειδών τού γένους φυτών φιλλυρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ον. τού φυτού φιλυρέα] … Dictionary of Greek