- φιλ-ωρείτης
φιλ-ωρείτης, ὸ, der die Berge liebt, Pan, Eryc. 1 (VI, 96).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ωρείτης, ὸ, der die Berge liebt, Pan, Eryc. 1 (VI, 96).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλωρείτης — ου, και δωρ. τ. φιλωρείτας, ὁ, Α αυτός που αγαπά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ωρεί της (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. ἀκρ ωρείτης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη μορφή ωρείτης τού β συνθετικού βλ. και λ. όρος (II)] … Dictionary of Greek