- φιλό-πτωχος
φιλό-πτωχος, die Armen liebend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-πτωχος, die Armen liebend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισόπτωχος — μισόπτωχος, ον (Α) αυτός που αποφεύγει τους φτωχούς («μισόπτωχε θέα, μούνη πλούτου δαμάτειρα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πτωχός (πρβλ. φιλό πτωχος)] … Dictionary of Greek