- φιλό-τεκνος
φιλό-τεκνος, Kinder, Junge liebend, Kinderfreund; πᾶσιν ἀνϑρώποισιν φιλότεκνος βίος Eur. Phoen. 972, vgl. 359; Ar. Th. 752; Her. 2, 66; – compar., Arist. eth. 9, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-τεκνος, Kinder, Junge liebend, Kinderfreund; πᾶσιν ἀνϑρώποισιν φιλότεκνος βίος Eur. Phoen. 972, vgl. 359; Ar. Th. 752; Her. 2, 66; – compar., Arist. eth. 9, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κρονότεκνος — Κρονότεκνος, ὁ (Α) ο πατέρας τού Κρόνου, ο Ουρανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος, φιλό τεκνος] … Dictionary of Greek
εύτεκνος — η, ο (ΑΜ εὔτεκνος, ον) αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του μσν. αρχ. (για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία αρχ. 1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα 2. (για χρησμούς) αυτός… … Dictionary of Greek
μισότεκνος — μισότεκνος, ον (Α) αυτός που μισεί τα τέκνα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + τέκνος (< τέκνον), πρβλ. φιλό τεκνος] … Dictionary of Greek
κακοτεκνία — η (Α κακοτεκνία) το να έχει κάποιος κακά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τεκνία (< τεκνος < τέκνον), πρβλ. βραδυ τεκνία, φιλο τεκνία] … Dictionary of Greek
καλοτεκνία — καλοτεκνία, ἡ (Μ) γέννηση ωραίων παιδιών, ευτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τεκνία (< τέκνος < τέκνον), πρβλ. πολυ τεκνία, φιλο τεκνία] … Dictionary of Greek