- φιλό-ζωος
φιλό-ζωος, 1) das Leben liebend, schonend, dah. furchtsam, feig; Eur. fr. Phoen. 9; Arist. rhet. 2, 13. – 2) die lebenden Wesen, die Geschöpfe liebend, Xen. Mem. 1, 4,7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-ζωος, 1) das Leben liebend, schonend, dah. furchtsam, feig; Eur. fr. Phoen. 9; Arist. rhet. 2, 13. – 2) die lebenden Wesen, die Geschöpfe liebend, Xen. Mem. 1, 4,7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερέζωος — ον, ΜΑ αυτός που δίνει ζωή, σωτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ζωος (< ζωή), πρβλ. σαπρό ζωος, φιλό ζωος] … Dictionary of Greek
κακοζωία — η (Α κακοζωΐα, ποιητ. τ. κακοζοΐα) το να ζει κάποιος κακή, άθλια ζωή αρχ. (ποιητ.) δυστυχισμένη, άθλια ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. φιλο ζωία] … Dictionary of Greek
καλοζωία — η καλοπέραση, ευημερία, ευμάρεια, υλική ευδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. μακρο ζωία, φιλο ζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Μ. Γεδεών] … Dictionary of Greek