φιλό-κομπος

φιλό-κομπος

φιλό-κομπος, Prahlerei liebend, gern prahlend, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενόκομπος — κενόκομπος, ον (Μ) αυτός που κομπάζει για μάταια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό κομπος, φιλό κομπος] …   Dictionary of Greek

  • κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”