- φιλ-όδυρτος
φιλ-όδυρτος, gern, gewöhnlich wehklagend, Aesch. Suppl. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-όδυρτος, gern, gewöhnlich wehklagend, Aesch. Suppl. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανόδυρτος — ον, Α πάρα πολύ αξιοθρήνητος ή συνοδευόμενος από οδυρμούς («πανόδυρτος βοή», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι), πρβλ. φιλ όδυρτος] … Dictionary of Greek
φιλόδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να οδύρεται, να θρηνεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι)] … Dictionary of Greek