φιλό-νεικος

φιλό-νεικος

φιλό-νεικος, Streit, Zank liebend, streitsüchtig; Pind. Ol. 6, 19; πρός τι, Plat. Prot. 336 e; wetteifernd, ehrgeizig, καὶ φιλότιμος Rep. IX, 582 e, u. öfter; βίος Lys. 2, 16; Sp., wie Plut. u. Luc. – Adv., φιλονείκως ἔχειν πρός τι, wetteifern, Plat. Gorg. 505 e; rechthaberisch sein, Phaed. 91 a; πρός τινα, Xen. Cyr. 3, 3,57, u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιφιλόνεικος — ἐπιφιλόνεικος, ον (Α) αυτός για τον οποίο ερίζουν, φιλονεικούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλό νεικος (< φίλος + νείκος «αγώνας»)] …   Dictionary of Greek

  • μισόνεικος — μισόνεικος, ον (α) αυτός που αποστρέφεται τις φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + νεῖκος «έχθρα, διαμάχη» (πρβλ. φιλό νεικος)] …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”