- φιλό-μοχθος
φιλό-μοχθος, = φιλόπονος, Phalaris ep. 54 E.; φιλόμοχϑα adv., Maneth. 4, 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-μοχθος, = φιλόπονος, Phalaris ep. 54 E.; φιλόμοχϑα adv., Maneth. 4, 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυτόμοχθος — κλυτόμοχθος, ον (Α) ονομαστός για τους μόχθους του («Καλλιόπα κλυτόμοχθε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μόχθος (πρβλ. βαρύ μοχθος, φιλό μοχθος)] … Dictionary of Greek
συγχειροπονώ — έω, Α εκτελώ χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χείρ, χειρός + πονῶ (< πόνος < πόνος «κόπος, μόχθος»), πρβλ. προσ φιλο πονῶ] … Dictionary of Greek