- φιλό-θυτος
φιλό-θυτος, Opfer liebend, gern, gewöhnlich opfernd, ὄργια Aesch. Spt. 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-θυτος, Opfer liebend, gern, gewöhnlich opfernd, ὄργια Aesch. Spt. 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόθυτος — κακόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρει κακές θυσίες, που θυσιάζει κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. ιερό θυτος, φιλό θυτος] … Dictionary of Greek