- φιλ-απλοϊκός
φιλ-απλοϊκός, ή, όν, = Folgdm, Luc. Pisc. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-απλοϊκός, ή, όν, = Folgdm, Luc. Pisc. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλαπλοϊκός — ή, όν, Α αυτός που αγαπά την απλότητα και την ειλικρίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἁπλοϊκός «απλός στους τρόπους, ανεπιτήδευτος»] … Dictionary of Greek