- φιλ-αριστείδης
φιλ-αριστείδης, ὁ, des Aristides Freund, Sp., Plan. 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αριστείδης, ὁ, des Aristides Freund, Sp., Plan. 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλαριστείδης — ὁ, Α φίλος, θαυμαστής τού Αριστείδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἀριστείδης] … Dictionary of Greek