- φιλ-αύστηρος
φιλ-αύστηρος, das Finstere, Strenge liebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αύστηρος, das Finstere, Strenge liebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλαύστηρος — ον, Α αυτός που αγαπά την αυστηρότητα, αυστηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αὐστηρός] … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek