- φιλ-ευριπίδης
φιλ-ευριπίδης, ὁ, Freund des Euripides; Plut. amat. 10; Ath. VIII, 342 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ευριπίδης, ὁ, Freund des Euripides; Plut. amat. 10; Ath. VIII, 342 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
αίμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά των Θηβών Κρέοντα, που βασίλευσε μετά τον Οιδίποδα. Ήταν ο τελευταίος Θηβαίος που κατασπαράχθηκε από τη Σφίγγα, γιατί δεν μπόρεσε να λύσει το αίνιγμά της. Ο Σοφοκλής, στην τραγωδία του Αντιγόνη, αναφέρει ότι ο … Dictionary of Greek
φιλευριπίδης — ὁ, Α 1. φίλος, θαυμαστής τού Ευριπίδου 2. ως κύριο όν. ὁ Φιλευριπίδης·τίτλος κωμωδίας τού Αξιονίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Εὐριπίδης] … Dictionary of Greek
φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… … Dictionary of Greek