φιλ-εύδιος

φιλ-εύδιος

φιλ-εύδιος, heitern Himmel liebend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύδιος — ο (ΑΜ εὔδιος, ον) [ευδία] (για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.) μσν. αρχ. (για πρόσ.) φαιδρός, ήπιος («εὔδιος ἡ ψυχή», Ιουστ.) αρχ. 1. ειρηνικός, ήσυχος («εὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • φιλεύδιος — ον, Α αυτός που τού αρέσει ο καθαρός, ο ανέφελος ουρανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὔδιος «γαλήνιος, ανέφελος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”